Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Η καταστροφή της γέφυρας του Ασωπού, 1943

Με αφορμή μια ανάρτηση του
Stavroulakis Stratis:

Hermann Frank Meyer,
«Auch Brücken haben ihr Schicksal,
Zerstörung und Wiederaufbau der Asopos-Brücke in Griechenland im Sommer l943», in Thetis,
Mannheimer Beiträge zur Klassischen Archäologie und Geschichte Griechenlands und Zyperns,
4 (Mannheim, 1997).
http://www.hfmeyer.com/greek/publications/bruecken/index.htm

Επιμέλεια: granade

Μετά την έναρξη της κατοχής της Ελλάδος από γερμανικά και ιταλικά στρατεύματα (1941) η βρετανική SOE (Διεύθυνση Ειδικών Επιχειρήσεων) η ειδική μονάδα για διοργάνωση δολιοφθορών και ανταρτοπολέμου με βάση το Κάιρο, έστειλε στη χώρα τον Εντμουντ (Εντι) Μάγερς και ένδεκα ακόμα αξιωματικούς της Κοινοπολιτείας, οι οποίοι έπεσαν με αλεξίπτωτο στην κεντρική Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1942. Οι δώδεκα εθελοντές είχαν ως αποστολή την καταστροφή μιας τουλάχιστον από τις γέφυρες της ανατολικής Ρούμελης, με σκοπό την παρεμπόδιση του ανεφοδιασμού των στρατευμάτων του Ρόμμελ στη βόρεια Αφρική, ο οποίος γινόταν με τη βοήθεια της σιδήροδρομικής γραμμής που διέσχιζε αυτήν την περιοχή της Ελλάδας.



Μετά από μια δύσκολη πορεία έξι εβδομάδων στα ελληνικά βουνά, κατά την οποία η ομάδα κινδύνευε συνεχώς να ανακαλυφθεί από ιταλικά ανιχνευτικά σώματα, οι δώδεκα Βρετανοί μαζί με 150 Ελληνες αντάρτες υπό την ηγεσία των δύο αντιπάλων, του κομμουνιστή Αρη Βελουχιώτη και του δεξιού Ναπολέοντα Ζέρβα, κατάφεραν να καταστρέφουν τη νύχτα της 25ης προς την 26η Νοεμβρίου 1942 τη μήκους 220 μέτρων γέφυρα του Γοργοπόταμου.

Αμέσως μετά την καταστροφή ανατέθηκε στον 117 Λόχο Μηχανικού Σιδηροδρόμων των Γερμανών η επισκευή και η επανοικοδόμηση της γέφυρας, η οποία μπόρεσε να τεθεί σε λειτουργία την 5η Ιανουάριου 1943. Στο μεσοδιάστημα η μεταφορά στρατιωτικών αγαθών γινόταν κάτω από αντιξοότατες συνθήκες μέσω των λιμανιών της Στυλίδας και της Χαλκίδας, ενώ ιδιαίτερα σημαντικά αντικείμενα μεταφέρονταν με μουλάρια από το πέρασμα των Θερμοπυλών. Το γερμανικό ναυαρχείο είχε επιβαρυνθεί σε τέτοιο βαθμό από τη νέα κατάσταση, ώστε ο υπεύθυνος ναυτικός διοικητής Αιγαίου υπέβαλε στις 17 Δεκεμβρίου την απελπισμένη πρόταση να κατασκευαστεί μια παρακαμπτήριο γραμμή που θα απέφευγε το στενό των Θερμοπυλών. Επρόκειτο για μια παράλογη πρόταση που θα απαιτούσε για την υλοποίησή της πολύ χρόνο και τεράστια χρηματικά ποσά. Βέβαια το έργο δεν έγινε ποτέ, καθώς τα καταιγιστικά γεγονότα που ακολούθησαν ανάγκασαν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής να ακολουθήσουν μια στάση άμυνας. Η είδηση της καταστροφής της γέφυρας εξαπλώθηκε με ταχύτητα αστραπής σε όλη την υποδουλωμένη χώρα. Νεαροί άνδρες και πρώην μέλη του Ελληνικού Στρατού έφευγαν ενθουσιασμένοι στα βουνά, για να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τους αντάρτες

Η SOE μετά την επιτυχία της επιχείρησης δεν μπόρεσε να απομακρύνει τους άνδρες της από τη χώρα και έτσι αυτοί κατέφυγαν στους αντάρτες. Οι Βρετανοί εθελοντές μετατράπηκαν σε στρατιωτικούς συνδέσμους που μάθαιναν στους αντάρτες τεχνικές πολέμου. Οπλα και άλλο στρατιωτικό υλικό παραγγέλθηκαν μέσω ασυρμάτου από το Κάιρο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες ο Μάγερς μπόρεσε μαζί με τον Αρη Βελουχιώτη και τον Ναπολέοντα Ζέρβα να δημιουργήσει ισχυρές ανταρτικές μονάδες, τις οποίες κατάφερε να εξοπλίσει με τα απολύτως απαραίτητα. Σκοπός τους ήταν, όπως φάνηκε αργότερα, να δημιουργούν με κάθε τρόπο προβλήματα στους Γερμανούς και τους Ιταλούς κατακτητές. Πολυάριθμες ενέδρες κατά των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής υπήρξαν το αποτέλεσμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αναγκάστηκαν να παραμείνουν σταθμευμένοι στην Ελλάδα 300.000 Γερμανοί στρατιώτες, τους οποίους ο Χίτλερ θα προτιμούσε βέβαια να είχε στείλει στο ανατολικό μέτωπο.

Η οργή του Χίτλερ μετά την καταστροφή της γέφυρας εκφράστηκε μέσα από σκληρές κατηγορίες απέναντι στον σύμμαχό του Μουσσολίνι. Στόχος ήταν κυρίως η απρόσεκτη φρούρηση, τη στιγμή που υπήρχαν αρκετά ανησυχητικά σημεία περί της επικείμενης ανταρτικής ενέργειας. Οι σύμμαχοι του Χίτλερ προθυμοποιήθηκαν αμέσως να αφήσουν τη φύλαξη της σιδηροδρομικής γραμμής της κεντρικής Ελλάδας στα χέρια των γερμανικών στρατευμάτων. Ηδη στις 8 Δεκεμβρίου 1942 υπογράφτηκε μια ανάλογη συμφωνία ανάμεσα στο γερμανικό και το ιταλικό αρχηγείο στρατού. Αμέσως μετά γερμανικές μονάδες ανέλαβαν τη φύλαξη της γραμμής Θεσσαλονίκη-Γραβιά.

Ο Εντι Μάγερς είχε προαχθεί μετά την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου σε ταξίαρχο. Αφού ανέθεσε στους στρατιωτικούς του συνδέσμους συγκεκριμένες περιοχές και ομάδες ανταρτών, άρχισε να προετοιμάζει μια νέα επιχείρηση. Στις αρχές Νοεμβρίου του 1942 είχε ήδη επιθεωρήσει τη γέφυρα του Ασωπού, η οποία περνούσε πάνω από το ομώνυμο ποτάμι, λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα του Γοργοπόταμου. Η εξαιρετικά δυσπρόσιτη θέση της γέφυρος και οι περιορισμένες εκρηκτικές ύλες που είχε στη διάθεσή του, απέτρεψαν εκείνη τη χρονική στιγμή μια επιχείρηση καταστροφής της. Οταν όμως άκουσε τον Φεβρουάριο του 1943 ότι η γέφυρα του Γοργοπόταμου βρισκόταν σε λειτουργία ήδη από τις αρχές του Ιανουάριου, αποφάσισε να επιτεθεί σε μια από τις τρεις μεγάλες γέφυρες στο διάστημα που θα φυλασσόταν ακόμα από Ιταλούς δεύτερης κατηγορίας, γιατί ήξερε ότι από τη στιγμή που θα ανελάμβαναν οι Γερμανοί την περιφρούρηση οι πιθανότητες επιτυχίας θα ελαττώνονταν σημαντικά. Είναι εμφανές από τα λεγόμενα του ότι ο Μάγερς δεν ήξερε ότι οι γέφυρες αυτές φυλάσσονταν ήδη από τον Δεκέμβριο του 1942 από γερμανικές και όχι από ιταλικές μονάδες.

Ο Ασωπός βρίσκεται στο 202ο χιλιόμετρο ανάμεσα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Αφού το τραίνο αφήσει πίσω του τη Θεσσαλονίκη, ανεβαίνει μεταξύ Ολύμπου και Οσσας μέχρι τα Τέμπη, για να κατέβει μετά στη θεσσαλική πεδιάδα. Πάνω από σχεδόν ολόγυμνα βουνά με επίπεδες κορυφές ανεβαίνει μέσω Δομοκού το πέρασμα Φούρκα για να φθάσει στην εύφορη κοιλάδα του Σπερχειού, όπου βρίσκεται η πρωτεύουσα του νομού, η Λαμία, με τον σιδηροδρομικό σταθμό στο Λιανοκλάδι – από εκεί ξεκινά μια μικρότερη γραμμή με κατεύθυνση το λιμάνι της Στυλίδας στο Αιγαίο.

Το τμήμα του ταξιδιού που ακολουθεί ανήκει δίκαια στις ωραιότερες ορεινές διαδρομές με τραίνο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η άνοδος που ακολουθεί είναι τόσο απότομη, ώστε στο Λιανοκλάδι έπρεπε να προστεθεί ακόμα μια ατμομηχανή στο τέλος του τραίνου. Το βουνό υψώνεται τελείως απότομα σχεδόν σαν τοίχος, στο άκρο της κοιλάδας. Η πορεία αρχίζει αμέσως να γίνεται ανοδική και μετά από λίγο εμφανίζονται διαδοχικά τεχνικά έργα. Στην αρχή υπάρχουν μόνο δίοδοι στον βράχο και γέφυρες σε χαμηλά βάθρα, σύντομα όμως το τραίνο περνά πάνω από τη μήκους 220 μ. γέφυρα του Γοργοποτάμου, ενώ αμέσως μετά οι γραμμές αρχίζουν να παίρνουν ατελείωτες στροφές και πάντα τρομακτικά κοντά, σχεδόν παράλληλα, προς την απότομη βραχοπλαγιά που υψώνεται σαν τοίχος δίπλα στο τραίνο. Με όλες αυτές τις γέφυρες, τα φυσικά ανοίγματα στον βράχο και τα τεχνικά έργα δημιουργείται ασυνείδητα η εντύπωση στον ταξιδιώτη, ότι βρίσκεται μέσα στις στοές ορυχείου. Πριν καλά καλά προλάβει κανείς να βιώσει αυτές τις εντυπώσεις, το τραίνο αρχίζει να βγαίνει από τη μια σήραγγα και να μπαίνει με την ίδια ταχύτητα στην επόμενη, κάτι το οποίο συνεχίζεται τουλάχιστον για τα επόμενα δέκα χιλιόμετρα. Στα σύντομα μεσοδιαστήματα ανάμεσα στις αμέτρητες σήραγγες το βλέμμα δεν ξέρει πού να στραφεί. Δεξιά βρίσκονται οι απότομες βουνοπλαγιές, ενώ αριστερά αντικρύζει κάνεις την κοιλάδα του Σπερχειού και πιο πίσω το καταγάλανο Αιγαίο. Μικρά δάση από πεύκα και κυπαρίσσια τραβούν επίσης την προσοχή. Απομονωμένα αγροκτήματα και μοναχικά σπίτια με επίπεδες στέγες από πέτρα, μια εκκλησούλα και ένα μικρό πέτρινο γεφυράκι περνούν σαν ταινία μπροστά από τα παράθυρα. Αμέσως μετά η διαδρομή γίνεται πιο μονότονη, το τοπίο αποτελείται πλέον μόνο από γυμνά βράχια Ξαφνικά το τραίνο μπαίνει και πάλι σε μια σήραγγα μήκους 125 μέτρων, στο τέλος της οποίας εμφανίζεται ξαφνικά ένα μεταλλικό ζευκτό αποτελούμενο από τρία τμήματα (το καθένα μήκους 26 μέτρων), τα οποία στηρίζονται πάνω σε πέτρινα βάθρα ύψους 20 μέτρων. Ακολουθεί το τοξωτό τμήμα της γέφυρας, ανοίγματος 100 μέτρων, που βρίσκεται ακριβώς πάνω απο τον Ασωπό, ο οποίος ρέει 80 μέτρα χαμηλότερα. Πρόκειται για ένα πραγματικό θαύμα τεχνικής, το οποίο οικοδομήθηκε από Γάλλους μηχανικούς τον περασμένο αιώνα. Καθώς η πρόσβαση είναι δυνατή μόνο μέσω των δύο σηράγγων στα άκρα της γέφυρας, τα οποία βέβαια κατά τη διάρκεια του πολέμου φυλάσσονταν αυστηρότατα, η γέφυρα του Ασωπού θεωρείτο απόρθητη.

Ο Εντι Μάγιερς είχε αναθέσει στον Νεοζηλανδό Αρθουρ Εντμοντς, ο οποίος υπήρξε κατά τη διάρκεια της επιχείρησης Γοργοπόταμος ένας εξαιρετικά υπεύθυνος και πιστός σύντροφος, τη δύσκολη αποστολή να βρίσκεται ως στρατιωτικός σύνδεσμος στο πλάι του καπετάνιου του ΕΛΑΣ Αρη Βελουχιώτη. Επιπλέον του είχε ζητήσει να εξετάσει μαζί με τον Αρη εάν υπήρχε έστω και η παραμικρή δυνατότητα να ανατινάξουν τη γέφυρα του Ασωπού.

Ο Εντμοντς κατασκήνωσε στις 7 Μαρτίου 1943 μαζί με τον ασυρματιστή του, Ντικ Τζόουνς στο ορεινότερο χωριά της Ελλάδας, την Ανατολή, σε υψόμετρο 2.109 μέτρων. Το χωριό βρισκόταν πολύ κοντά στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ, το οποίο είχε εγκαταστήσει ο Αρης Βελουχιώτης στην Κολοκυθιά, σε ένα ψηλό οροπέδιο ιδανικό για τις ρίψεις πολεμοφοδίων με αλεξίπτωτο. Τόσο ο Εντμοντς όοο και οι αντάρτες του ΕΛΑΣ στο γειτονικό χωριό, δεν κινδύνευαν απο εχθρικά ανιχνευτικά σώματα – γερμανικές και ιταλικές μονάδες δεν επρόκειτο να πατήσουν το πόδι τους σε αυτήν την ορεινή περιοχή καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής ήταν αναγκασμένα λόγω της συνεχούς έλλειψης δυνάμεων να περιορίσουν τις δραστηριόιητές τους στην ομαλή λειτουργία των σιδηροδρομικών σταθμών και των σημαντικών για τη διεξαγωγή του πολέμου βιοτεχνιών, καθώς και οτην περιφρούρηση σημαντικών κτιρίων, τα οποία όμως αποτελούσαν για τους αντάρτες εύκολη λεία. Ακολουθώντας τον χαρακτηριστικό τρόπο ανταρτοπολέμου οι αγωνιστές αποσύρονταν στα βουνά πριν προλάβουν να αντιδράσουν οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές.

Καθώς η πρόσβαση προς τη γέφυρα, τόσο από τη δυτική, όσο και από την ανατολική πλευρά της κοιλάδας, ήταν αδύνατη, οι Εντμοντς και Μάγερς σχεδίαζαν να επιτεθούν στους σκοπούς της γέφυρας από την πλευρά της σήραγγας. Σύμφωνα με το σχέδιο οι αντάρτες θα κατελάμβαναν ένα νυκτερινό τραίνο κοντά στη Λαμία και θα το οδηγούσαν μέχρι τη γέφυρα για να αιφνιδιάσουν τους σκοπούς έτσι ώστε να μπορέσουν οι Βρετανοί πυροτεχνουργοί να ανατινάξουν ανενόχλητοι τη γέφυρα.

Τον Απρίλιο όμως ο Εντμοντς άλλαξε γνώμη, όταν πληροφορήθηκε ότι γερμανικές δυνάμεις είχαν στρατοπεδεύσει πολύ κοντά στη σήραγγα, με αποτέλεσμα να τεθεί σε εφαρμογή η εναλλακτική λύση, την οποία προτιμούσε ο Αρης Βελουχιώτης: μια μεγάλη ομάδα ανταρτών θα επιτίθετο αιφνιδιαστικά στη σκοπιά μέσα από τις σήραγγες. Ο Αρης υποσχέθηκε να προσφέρει χίλιους αντάρτες Στο μεσοδιάστημα η SOE είχε εκπαιδεύσει τρεις ακόμα εθελοντές οξιωματικούς, τους Πατ Γουινγκέιτ, Χάρρυ Μακιντάιρ και Κεν Σκοττ, στις πτώσεις με αλεξίπτωτο και στη χρήση εκρηκτικών υλών. Οι άνδρες αυτοί έπεσαν με αλεξίπτωτο τη νύχτα της 11ης Μαιου 1943 στο οροπέδιο κοντά στην Κολοκυθιά. Σε αυτούς ήλθαν να προστεθούν ο νεαρός Τζέφρυ Γκόρντον Κριντ από τη Ροδεσία, ένας μεγαλόσωμος άνδρας παρασημοφορημένος με τον βρετανικό στρατιωτικό σταυρό μετά από μια επιχείρηση αυτοκτονίας (κατά την οποία κατάφερε να διασπάοει τις εχθρικές γραμμές οτη βόρεια Αφρική και να καταστρέψει αρκετό αεροπλάνα σε ένα γερμανικό στρατιωτικό αεροδρόμιο), και ο Νεοζηλανδός Ντον Στοττ, ένας πρώην αλεξιπτωτιστής ο οποίος είχε καταφέρει να δραπετεύσει μέρα μεσημέρι από ένα γερμανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου χωρίς την παραμικρή γρατζουνιά.

Μια μέρα μετά έφτασε και ο ταξίαρχος Εντι Μάγερς στο καταφύγιο του Εντμοντς οτην Ανατολή. Μαζί με τον Αρη Βελουχιώτη έφυγε αμέσως για να επιθεωρήσει τη γέφυρα. Την τελευταία νύχτα, λίγο πριν φθάσουν στη γέφυρα του Ασωπού, κατέφθασε ένας αγγελιοφόρος του ΕΛΑΣ. Ο απεσταλμένος ξύπνησε τον Αρη μέσα στη νύχτα και τον πληροφόρησε ότι ο Ανδρεας Τζήμας (αντιπρόσωπος του ΕΑΜ στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ) και ο Στέφανος Σαράφης (πρώην στρατηγός του Ελληνικού Στρατού) μόλις είχαν επιστρέψει στο αρχηγείο της Κολοκυθιάς από το ταξίδι τους στην Αθήνα και ότι ο ίδιος θα έπρεπε να επιστρέψει. Ο Σαράφης είχε ανακηρυχθεί από την ηγεσία του ΕΑΜ στην Αθήνα διοικητής όλων των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Στο εξής θα έπρεπε όλες οι επιχειρήσεις να αποφασίζονται από κοινού από τον Τζήμα, τον Σαράφη και τον Αρη. Για τον τελευταίο δεν υπήρχε άλλη διέξοδος παρά ο δρόμος της επιστροφής, αγνοώντας τις παρακλήσεις του Μάγερς, ο οποίος πεσμένος σχεδόν στα γόνατα του ζητούσε να ρίξουν τουλάχιστον μια ματιά στη γέφυρα. Ο Μάγερς ακολούθησε λοιπόν αναγκαστικά τον Αρη για να παρουσιάσει εκ νέου τα σχέδιά του στη νεοεκλεγείσα τριανδρία.

Η συνάντηση με τον Ανδρέα Τζήμα και τον Στέφανο Σαράφη έλαβε χώρα στις 19 Μαιου. Ο Τζήμος, ο «πολιτικός», απέρριψε το σχέδιο καταστροφής της γέφυρας του Ασωπού ασυζητητί. Θεωρούσε την επιχείρηση εξαιρετικά επικίνδυνη. Δεν μπορούσε να αναλάβει την ευθύνη για τις δυσκολίες που θα είχαν οι αντάρτες σε περίπτωση διεξαγωγής της επιχείρησης και λόγω του υψηλού κινδύνου δεν ήταν σε θέση να επιτρέψει την επιχείρηση. Ο Σαράφης, ο στρατηγός συμφώνησε με τον Τζήμα. Η επιχείρηση του φαινόταν από στρατιωτική άποψη σχεδόν αδύνατη και δικαιολόγησε την άποψή του μετά τη λήξη του πολέμου ως εξής: «Εξήγησα πως η επιχείρηση αυτή δεν μπορεί να γίνει και γιατί τέτοια επιχείρηση εναντίον Γερμανών οχυρωμένων με πυροβολεία και πολυβολεία από μπετόν, με συρματοπλέγματα, προβολείς και ενέδρες, δεν μπορούσε να έχει ελπίδα επιτυχίας εκτός αν διατίθεντο 1.500 τουλάχιστον άνδρες  με πυροβολικό και πολυβόλα, μέσα που δεν είχε ο ΕΛΑΣ… και επί πλέον θα έρχονταν ενισχύσεις από τις γειτονικές φρουρές πολύ γρήγορα και πριν προλάβουμε να ανατινάξουμε τη γέφυρα». Η αντιπρόταση του Σαράφη ήταν να ανατινάξουν τη σήραγγα κοντά στο Κούρνοβο, μήκους 510 μέτρων, στα βόρεια της Λαμίας, όταν θα βρισκόταν μέσα και κάποιο τραίνο. Οι αντάρτες του ήταν πρόθυμοι να εκτελέσουν την αποστολή αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι θα τους παρεχόταν το ανάλογο εκρηκτικό υλικό. Ο Μάγερς προσπάθησε επίμονα να τους εξηγήσει ότι οι Γερμαvoι θα μπορούσαν μετά από λίγες μέρες να καθαρίσουν τη σήραγγα, ενώ για την ανακατασκευή της γέφυρας θα χρειάζονταν πολλούς μήνες, αλλά στο τέλος έδωσε εντολή στον Εντμοντς να προμηθεύσει τον ΕΛΑΣ με εκρηκτικές ύλες.

Μόλις ο Μάγερς αντιλήφθηκε ότι η ηγεσία του ΕΛΑΣ δεν επρόκειτο να τον βοηθήσει στην επικίνδυνη επιχείρηση που σχεδίαζε κατά της γέφυρας, διέκοψε τη συζήτηση φανερά εκνευρισμένος: «Δεν χρειάζομαι πλέον τον ΕΛΑΣ που να πάρει ο διάολος θα το κάνουμε πολύ καλά μόνοι μας». Αντί να επιτεθούν στη γέφυρα κατά μέτωπο με 1.000 έως 1.500 άνδρες ο Μάγερς και ο Εντμοντς αποφάσισαν, λίγες μέρες μετά, να προσπαθήσουν να πλησιάσουν κάπως τα βάθρα της από τη δυτική πλευρά του φαραγγιού. «Το μόνο που μας απομένει είναι ο αιφνιδιασμός, αν ακολουθήσουμε το ποτάμι κατά μήκος του φαραγγιού», έλεγε ο Εντμοντς. «Οι ντόπιοι μας λένε ότι κάτι τέτοιο είναι απολύτως αδύνατο, αλλά το ξεπέρασμα ακριβώς αυτών των εμποδίων και ο αιφνιδιασμός που θα ακολουθήσει είναι η μόνη μας ελπίδα». Κατά πάσα πιθανότητα η δυτική πλευρά θα ήταν αφύλακτη, καθώς οι σκοποί θα τη θεωρούσαν, όπως οι περισσότεροι, απρόσιτη. «Το να κάνουμε το αδύνατο δυνατό», διηγείται ο Αρθουρ Εντμοντς, «αυτή ήταν η μοναδική πιθανότητα να επιτύχουμε στην αποστολή μας». Μόλις μια ώρα μετά την απόφαση του Μάγερς ο Γκόρντον-Κριντ ξεκίνησε μαζί με τον Στοττ και τον Ελληνα οδηγό Γεώργιο Καρατζόπουλο για μια πρώτη επιθεώρηση της περιοχής. Οταν επέστρεψαν, την επόμενη νύχτα, ανέφεραν ότι η γέφυρα δεν φυλασσόταν πλέον από Ιταλούς, αλλά από Γερμανούς και ότι τα εμπόδια μέσα στην κοιλάδα δεν ήταν αξεπέραστο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ένας καταρράκτης, ο οποίος έπεφτε σε βάθος 20 μέτρων. Αν μπορούσαν να τον ξεπεράσουν, τότε θα έφταναν χωρίς μεγάλες εκπλήξεις μέχρι τα βάθρα.

Ο Γκόρντον-Κριντ και ο Στοττ επέστρεψαν μαζί με τους πυροτεχνουργούς Σκοττ, Γουινγκέιτ και Μακιντάιρ, δύο ακόμα εθελοντές και τον Ελληνα Καρατζόπουλο στις 21 Μαίου 1943 στο φαράγγι. Μαζί τους δεν είχαν πάρει όπλα, παρά μόνο μικρά ρόπαλα. Ο Μάγερς γνώριζε καλά ότι αν τους ανεκάλυπταν, αυτό θα σήμαινε στην καλύτερη περίπτωση στρατόπεδο αιχμαλώτων, καθώς φορούσαν τη στολή του Βρετανικού Στρατού. Δεν υπήρχε η παραμικρή δυνατότητα διαφυγής. Για τον Ελληνα εθελοντή Καρατζόπουλο η σύλληψη θα σήμαινε βέβαιο θάνατο, γιατί δεν ανήκε στον Βρετανικό Στρατό.

Ο Γκόρντον-Κριντ με το πολεμικό ψευδώνυμο Faith (πιστός) ήταν ο αρχηγός της ομάδας. Λόγω του καταρράκτη και της κατάβασης στο φαράγγι είχαν πάρει μαζί τους ένα σχοινί μήκους 100 μέτρων, το οποίο είχαν ετοιμάσει με τη βοήθεια των ιμάντων από τα αλεξίπτωτο. Το σχοινί ήταν αρκετά χοντρό και καθώς θα γλιστρούσαν δεν θα πληγώνονταν τόσο πολύ τα χέρια τους. Μπροστά τους βρισκόταν μια μακρά και ιδιαίτερα δύσκολη πορεία. Την επόμενη μόλις μέρα έφθασαν στην αρχή του πλάτους λίγων μέτρων φαραγγιού. Το ποτάμι σχημάτιζε διαδοχικούς καταρράκτες και έρρεε μέσα στο Φαράγγι, οι πλευρές του οποίου ανέβαιναν κατακόρυφα μέχρι τα 300 μέτρα και δεν άφηναν ούτε μια ακτίνα του ήλιου να περάσει. Ο Στοττ οδήγησε την ομάδα του στον πρώτο καταρράκτη. Τα βράχια στο πλάι είχαν λειανθεί από το ορμητικό νερό σε τέτοιο σημείο ώστε έμοιαζαν με γυαλί. Σχεδόν τελείως εξαντλημένοι από την πολύωρη πορεία μέσα στο παγωμένο νερό του ποταμού, αποφάσισαν να κάνουν μια παύση και να ξεκουραστούν. Η αποθάρρυνσή τους μεγάλωνε κάθε φορά που αναρωτιούνταν πώς θα κατάφερναν να μεταφέρουν το βαρύ φορτίο σ’ αυτήν την κόλαση. «Ολη τη μέρα περπατούσαμε μέσα στο νερό του ποταμού που μας έφτανε στα βαθύτερα σημεία μέχρι τον λαιμό. Οταν πλέον μας ήταν αδύνατο να συνεχίσουμε περπατώντας, κολυμπούσαμε με το ρεύμα προσπαθώντας ταυτόχρονα να ισορροπήσουμε τα εκρηκτικά πάνω στο κεφάλι μας», θυμάται ο Κεν Σκοττ, τον οποίο φώναζαν (λόγω της καταγωγής του από τη Σκωτία) Κιλτ (έτσι αποκαλείται η γνωστή σκωτσέζικη φούστα).

Στις 23 Μαίου ο Γκόρντον-Κριντ και ο Στοττ ανέβηκαν στη βόρεια πλευρά του φαραγγιού για να ελέγξουν πόσο δρόμο είχαν ακόμα μπροστά τους. Την ίδια στιγμή ετοίμαζαν οι υπόλοιποι τα σχοινιά για την ανάβαση του καταρράκτη. Πέρασε μια ολόκληρη μέρα μέχρι να ανέβουν οι ίδιοι και να ανεβάσουν τα εκρηκτικά. Και κατά τη διάρκεια της επόμενης μέρας δεν στάθηκε δυνατό να προχωρήσουν ταχύτερα, καθώς ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους και ένας δεύτερος καταρράκτης. Ο Γκόρντον-Κριντ σκέφτηκε ότι τα τελείως εξαντλημένα και φανερά εκνευρισμένα μέλη της ομάδας του θα μπορούσαν να ξεκουραστούν μια μέρα για να περιποιηθούν και τα γδαρσίματά τους. Αντίθετα ο ακούραστος Στοττ (με το ταιριαστό πολεμικό ψευδώνυμο «νυφίτσα») ανέβηκε για μια ακόμα φορά τη βόρεια πλευρά του φαραγγιού για να επιθεωρήσει τη γύρω περιοχή. Την επόμενη μέρα επέστρεψε και επιβεβαίωσε τις υποψίες των ανδρών ότι μπροστά τους βρισκόταν τουλάχιστον ένας ακόμα καταρράκτης.

Ο τελευταίος αυτός καταρράκτης πριν από τη γέφυρα αποδείχθηκε αξεπέραστο φυσικό εμπόδιο. Το νερό περνούσε μέσα από μια χαράδρα μήκους μόλις πέντε μέτρων και έπεφτε σχεδόν κάθετα σε βάθος 15 μέτρων. Ούτε από το πλάι θα μπορούσε να περάσει κανείς, γιατί τα βράχια γλιστρούσαν σαν να ήταν πάγος. Καθώς δεν είχαν πλέον τόσα πολλά σχοινιά, πήραν την οδυνηρή απόφαση να διακόψουν την επιχείρηση και να επιστρέφουν στην κατασκήνωση του Εντμοντς στην Ανατολή. Ο Στοττ δεν μπορούσε ακόμα, παρά την άνοδό του, να διακρίνει τη γέφυρα, ήταν όμως σίγουρος ότι είχαν καλύψει τουλάχιστον τα δύο τρίτα της απόστασης.

Η ΑΝΑΤΙΝΑΞΗ ΤΗΣ ΣΗΡΑΓΓΑΣ ΚΟΥΡΝΟΒΟ- ΝΕΖΕΡΟΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ANIMALS ΚΑΙ WASHING

Ο Εντι Μάγερς και ο Αρθουρ Εντμοντς δεν είχαν μείνει στο μεσοδιάστημα άπραγοι. Ο Εντμοντς διαπραγματευόταν κατόπιν εντολής του Μάγερς με τον αντάρτη του ΕΛΑΣ Βασιλιάδη και αργότερα με τον βοηθό του Σπύρο Μπέκιο ή «Λάμπρο» την ποσότητα εκρηκτικών που ήταν απαραίτητη για την ανατίναξη της σήραγγος Κούρνοβο-Νέζερος, όπως είχε προτείνει ο Σαράφης. «Οι αριθμοί που υπέβαλε ήταν εξωφρενικοί: τρεις τόννοι εκρηκτικά, χιλιάδες πόδια εκρηκτικού φυτιλιού, τεράστιες ποσότητες εξαρτημάτων και μια τέτοια ποσότητα φυτιλιού ασφαλείας, η οποία δεν θα μπορούσε να βρεθεί ούτε καν σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή», θυμάται ο Αρθουρ Εντμοντ. «Πήρα ένα-ένα τα αντικείμενα στον κατάλογό του. Του έδειξα ότι ήταν αδύνατο να χρειάζεται τέτοιες ποσότητες και μείωσα σημαντικά τις απαιτήσεις του. Τελικά καταλήξαμε να μειώσουμε το σύνολο σε μια ποσότητα την οποία θα μπορούσε να μεταφέρει ένα αεροπλάνο τύπου Liberator».

Στις 24 Μαίου, μόλις τέσσερις μέρες μετά, η τεράστια ποσότητα εκρηκτικών βρισκόταν κιόλας στα χέρια των ανταρτών. Αντί όμως ο «Λάμπρος» να τα τοποθετήσει σε τρύπες κατά μήκος των τοιχωμάτων της σήραγγας, για να την καταστρέψει κατά τον αποτελεσματικότερο τρόπο, τα τοποθέτησε έτσι ώστε να μπλοκαριστεί μόνο η είσοδος και η έξοδός της.

Η σήραγγα ανατινάχθηκε την 1η Ιουνίου, τη στιγμή που περνούσε μια γερμανική αμαξοστοιχία γεμάτη Ιταλούς αδειούχους.

Ο Εντμοντς θυμάται: «Δυστυχώς κανείς από μας δεν μπόρεσε να παραβρεθεί ως παρατηρητής και η πρώτη αναφορά περιέγραψε την επιχείρηση ως μια μεγάλη επιτυχία. Εννιακόσιοι Γερμανοί στρατιώτες είχαν παγιδευτεί και καεί μέσα στο τούνελ, ενώ η σιδηροδρομική γραμμή θα έμενε σε αχρηστία για τέσσερις έως πέντε εβδομάδες. Αυτά τα νέα διαδίδονταν σε ολόκληρη την ύπαιθρο». Ο Αρης Βελουχιώτης υπολόγιζε ότι τα θύματα ήταν περισοότερα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του υποτίθεται ότι είχαν σκοτωθεί 1.300 και τραυματισθεί 350 Γερμανοί. Αν και ήξερε ότι επρόκειτο για Ιταλούς τους  μετέτρεψε-  γνωρίζοντας την προτίμηση των Βρετανών για γερμανικές απώλειες- σε Γερμανούς.

Ο Γερμανός ανταποκριτής της Βέρμαχτ ανέφερε τον Ιούνιο τρεις αριθμούς, οι οποίοι μάλλον ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: «Τα βαγόνια πήραν φωτιά και τα πυρομαχικά ανατινάχτηκαν. Ο έντονος καπνός και οι συνεχείς εκρήξεις δυσκόλευαν τις προσπάθειες διάσωσης. Γύρω στους 100 επιβάτες μπόρεσαν να σωθούν χωρίς σοβαρούς τραυματισμούς, ενώ γύρω στους 200 με 300 Ιταλούς στρατιώτες και επτά Γερμανοί κάηκαν μέσα στο τούνελ». Ο ανταποκριτής ξέχασε όμως να αναφέρει ότι τουλάχιστον 50 Ελληνες έχασαν τη ζωή τους μέσα στις φλόγες. Λόγω των πολυάριθμων επιθέσεων κατά του σιδηρόδρομου, οι δυνάμεις κατοχής είχαν αποφασίοει να τοποθετούν στην αρχή κάθε συρμού, μπροστά από τη μηχανή, ένα βαγόνι με Ελληνες κρατούμενους, ελπίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα εμπόδιζαν τους αντάρτες να επιτίθενται στα τραίνα.

Σύμφωνα με την αναφορά του γερμανικού επιτελείου της 3ης Ιουνίου «εκτελέστηκαν 100 κομμουνιστές από κάποιο στρατόπεδο συγκεντρώσεις ως αντίποινα». Στην πραγματικότητα επρόκειτο για 118 αθώους Ελληνες από ένα στρατόπεδο κοντά στη Λάρισα, τους οποίους επέλεξαν οι Ιταλοί χωρίς συγκεκριμένα κριτήρια. Οι όμηροι εκτελέστηκαν στην είσοδο της σήραγγας, στο σημείο όπου ο «Λάμπρος» είχε τοποθετήσει τα εκρηκτικά. Σύμφωνα με τον Σαράφη επρόκειτο κυρίως για μέλη του αριστερίζοντος ΕΑΜ.

Στρατιωτικά η όλη επιχείρηση θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ανεπιτυχής. Μόλις 50 ώρες αργότερα η σήραγγα είχε καθαριστεί και τέθηκε πάλι σε λειτουργία. Ο Εντι Μάγερς δεν αναφέρεται στα απομνημονεύματά του καθόλου σ’ αυτήν την χωρίς όνομα επιχείρηση. Ο Εντμοντς απαίτησε από τον «Λάμπρο» εξηγήσεις και έμαθε ότι είχε χρησιμοποιηθεί ένας αριθμός εκρηκτικών, ο οποίος αντιστοιχούσε περίπου στο ένα τέταρτο απ’ ό,τι είχε παραδοθεί στον Βασιλιάδη. Ο «Λάμπρος» ο οποίος ζει σήμερα με το αληθινό του όνομα (Σπύρος Μπέκιος) στην Αθήνα, λέει ότι τοποθέτησε τα εκρηκτικά σωστά και δεν κρύβει την υπερηφάνεια του όταν περιγράφει πώς ανατίναξε τη σήραγγα ακριβώς τη στιγμή που περνούσε η στρατιωτική αμαξοστοιχία. Στη συνέχεια ρωτά πόσοι σκοτώθηκαν τελικά μέσα σ’ εκείνη την κόλαση. Ο Μάγιερς έπραξε ωστόσο ένα παραλίγο θανάσιμο λάθος όταν επέτρεψε την παράδοση των εκρηκτικών στους αντάρτες. Μήνες μετά, όταν τον Δεκέμβριο του 1944 είχαν ξεσπάσει οι εμφύλιες διαμάχες και οι άνδρες του μάχονταν πλέον κατά των ανταρτών του ΕΛΑΣ, υποψιαζόταν ότι τα υπόλοιπα εκρηκτικά χρησιμοποιήθηκαν όταν ο ΕΛΑΣ προσπάθησε το 1944 να δολοφονήσει τον Τσώρτσιλ ανατινάζοντας το βρετανικό αρχηγείο στην Αθήνα στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία».

Παρόλα αυτά η επιχείρηση κατά της σήραγγας στο Νέζερο ταίριαζε στα σχέδια του Εντι Μάγερς, καθώς στις 29 Μαίου έλαβε ένα ιστορικό μήνυμα από το Κάιρο, το οποίο απευθυνόταν σ’ αυτόν προσωπικά και έπρεπε να καταστραφεί αμέσως: «Πληροφορήθηκα ότι η συμμαχική απόβαση θα γινόταν τη δεύτερη εβδομάδα του Ιουλίου στη Σικελία. Μας δόθηκε λοιπόν η εντολή να αρχίσουμε από την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου εκτεταμένες επιχειρήσεις σαμποτάζ σε ολόκληρη την Ελλάδα, με σκοπό την παραπλάνηοη του εχθρού ότι αυτό το σημείο της Μεσογείου απειλείτο από τη συμμαχική απόβαση», έγραψε αργότερα.

Θα έπρεπε λοιπόν να ακολουθήσουν αδιάκοπες επιχειρήσεις κατά των γραμμών επικοινωνίας των δυνάμεων κατοχής, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η επικείμενη απόβαση των Συμμάχων θα γινόταν στην Ελλάδα και όχι στη Σικελία. Καθώς οι ζημιές στη σήραγγα δεν ανταποκρίνονταν καθόλου στις απαιτήσεις του Μάγερς – ο Σαράφης τον είχε διαβεβαιώσει ότι θα ήταν ουσιαστικά άχρηστη για πολλούς μήνες- εκείνος διέταξε τον Εντμοντς να αρχίσει τις προετοιμασίες για μια ακόμα προσπάθεια καταστροφής της γέφυρας του Ασωπού: «Σχεδιάστε την καταστροφή δρόμων, σιδηροδρομικών γραμμών και τηλεπικοινωνιών σε όσο το δυνατόν περισσότερα σημεία σε ολόκληρη την περιοχή Η επιχείρηση θα φέρει το όνομα -Animals- και θα αρχίσει στις 20 Ιουνίου», του είπε.

«ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΗΝ ΕΧΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΜΑΣ»

«Πριν πάρουν τον δρόμο της επιστροφής ο Τζεφ και οι άνδρες του έκρυψαν τις εκρηκτικές ύλες σε ένα σχετικά ξηρό μέρος της όχθης του ποταμού», διηγείται ο Αρθουρ Εντμοντς, σήμερα συνταξιούχος αγρότης στη Νέα Ζηλανδία. «Οταν επέστρεψαν στην πρόχειρη κατασκήνωσή μας, μπόρεσα να καταλάβω αμέσως τι κακουχίες θα πρέπει να είχαν περάσει. Το δέρμα στα γόνατά τους είχε ανοίξει και σε όλο τους το σώμα είχαν πληγές και μελανιές. Τα ρούχα που φορούσαν είχαν μετατραπεί σε κουρέλια και όλοι έδειχναν να έχουν φτάσει στα όρια της αντοχής τους», είχε πει.

Και όμως κανείς δεν σκεπτόταν να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Το μόνο που χρειάζονταν για μια επιτυχημένη αποστολή ήταν ο κατάλληλος εφοδιασμός. Μόνο που οι ντόπιοι ήταν σχεδόν βέβαιοι ότι οι Γερμανοί θα καταλάβαιναν κάτι και ο φόβος τους ήταν σίγουρα δικαιολογημένος, καθώς τα αντίποινα θα έπρεπε σε τελική ανάλυση να τα υποστεί ο ντόπιος πληθυσμός. Οι φήμες για την επικείμενη αποστολή έφτασαν και στο χωριό Γαρδικάκι, το οποίο βρισκόταν κοντά στη γέφυρα. Μια αντιπροσωπεία των προεστών του χωριού απευθύνθηκε στον Αρη παρακαλώντας τον να μεσολαβήσει στους Αγγλους για να σταματήσουν την προετοιμασία της επιχείρησης, διαφορετικά θα αναγκάζονταν να ειδοποιήσουν τους Γερμανούς. Παρά το γεγονός ότι ο ΕΛΑΣ δεν επρόκειτο να συμμετάσχει στην επιχείρηση, ο Αρης τους απείλησε ότι σε περίπτωση προδοσίας δεν θα έκαιγε μόνο το χωριό, όπως έκαναν συνήθως οι κατακτητές, αλλά δεν θα άφηνε ούτε μια πέτρα όρθια σε ολόκληρο το χωριό. Η απειλή του Αρη ήταν προφανώς αποτελεσματική: η επιχείρηση δεν προδόθηκε στους Γερμανούς.

Καθώς οι ιμάντες των αλεξιπτώτων είχαν τελειώσει, ζήτησαν από το Κάιρο μέσω ασυρμάτου νέα σχοινιά, αδιάβροχα σακκίδια και εργαλεία. Τα υλικά αυτά έφτασαν γύρω στα μέσα του Ιουνίου και αμέσως μετά ο Ντον Στοττ επέστρεψε με δύο βοηθούς για μια ακόμα φορά στο φαράγγι. Με τα σχοινιά των καινούργιων αλεξιπτώτων ο Κεν Σκοττ και ο Χάρυ Μακιντάιρ είχαν ετοιμάσει ένα είδος ανεμόσκαλας. Μαζί τους είχαν πλέον και χρήσιμα εργαλεία, όπως τσεκούρια, πριόνια και σύνεργα ορειβασίας. Σχεδίαζαν να κόψουν ένα μεγάλο πεύκο δίπλα στον τρίτο καταρράκτη και να χρησιμοποιήσουν τον κορμό ως σκάλα για να κατέβουν.

Μόλις δύο μέρες μετά ο Εντμοντς έλαβε με έναν αγγελιοφόρο μια θριαμβευτική αναφορά από τον Ντον Στοττ: «Κατέβηκα τον μεγάλο καταρράκτη και ανακάλυψα ότι επρόκειτο για τον τελευταίο. Ξαφνικά μετά από μια στροφή βρέθηκα να αντικρύζω την κυρία Washing, τη γέφυρα του Ασωπού, προσωπικά. Υπήρχε έντονη δραστηριότητα και αμέτρητοι εργάτες ενίσχυαν τη γέφυρα για να μπορούν να περνούν βαρύτερα φορτία. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός, νομίζω ότι κάτι κάρφωναν. Είχαν φτιάξει παντού σκαλωσιές και σκάλες οδηγούσαν προς τα ανώτερα τμήματα της γέφυρας… Οι εργάτες κατέβαιναν από τη γέφυρα χρησιμοποιώντας κάποια σκαλιά που είχαν σκαφτεί στο βόρειο τμήμα του βράχου. Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαμε εμείς να ανέβουμε. Παρακαλώ να σταλούν αμέσως ο Τζεφ. ο Σκόττι και ο Μακ. Τη δουλειά την έχουμε στην τσέπη μας…»

Στις 19 Ιουνίου ενώθηκαν ο Τζέφρυ Γκόρντον-Κριντ, ο Κεν Σκοττ και ο Χαρρυ Μακιντάιρ με τον Ντον Στοττ μέσα στο φαράγγι. Ο Στοττ και οι δύο βοηθοί του (ο Ματς, ένας Νεοζηλανδός, και ο Χούρι, ένας Παλαιστίνιος) είχαν στο μεταξύ καταφέρει να κόψουν το δένδρο, να πριονίσουν τα κλαδιά και να τοποθετήσουν τον κορμό μέσα στον καταρράκτη. Το πρωί της επόμενης μέρας είχαν κιόλας καταφέρει να περάσουν τα εκρηκτικά και από αυτό το τελευταίο εμπόδιο. «Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω πώς προσπαθούσα να αναπνεύσω μέσα στο παγωμένο νερό», θυμάται ο Κεν Σκοττ. «Ηταν τρομακτικό και δεν μπορούσα με τίποτε να απαλλαγώ από τον φόβο του πνιγμού. Τελικά καταφέραμε κάπως να βγάλουμε τους καταξεσκισμένους σάκκους με τα εκρηκτικά στην όχθη του ποταμού. Το υλικό είχε βραχεί και υποστεί κάποιες μικροζημιές. Ο Χάρρυ και εγώ έπρεπε πρώτα να το στεγνώσουμε και να τοποθετήσουμε και πάλι το εκρηκτικά στις υποδοχές τους. Στο μεταξύ ο Γκόρντον-Κριντ και ο Ντον Στοττ είχαν φύγει για να επιθεωρήσουν μια ακόμα φορά τη γέφυρα».

Ολο όσα είχε παρατηρήοει ο Στοττ την προηγούμενη μέρα από μακριά βγήκαν αληθινά. Οι έξι άνδρες είχαν πραγματικά την τύχη των τολμηρών. Στη βάση των στηριγμάτων βρίσκονταν σκάλες και ακόμα και τα συρματοπλέγματα που συνήθως έκλειναν το μονοπάτι από τη γέφυρα προς το ποτάμι είχαν τοποθετηθεί με απόλυτη τάξη στο πλάι.

«Αποφασίσαμε να εκμεταλλευτούμε την πανσέληνο της επόμενης νύχτας για την επίθεσή μας και μεταφέραμε κατά τη διάρκεια της ημέρας τα εκρηκτικά μέχρι τα τελευταία βράχια πριν τη γέφυρα. Μόλις κρυφτήκαμε και εμείς πίσω από τα βράχια μπόρεσα να παρατηρήσω για πρώτη φορά τη μεγαλόπρεπη αυτή γέφυρα. Ηταν ένα πραγματικά εντυπωσιακό, σχεδόν απερίγραπτο θέαμα, έτσι όπως αιωρείτο η γέφυρα 100 μέτρα πιο ψηλά από μας», θυμάται σήμερα με μελαγχολία ο Κεν Σκοττ και προσθέτει ότι τη στιγμή εκείνη ως μηχανικός μετάνιωοε που ήταν αναγκασμένος να καταστρέφει αυτό το εκπληκτικό δείγμα μηχανικής. Μέσα στο σκοτάδι, καθώς το φως του φεγγαριού μόλις που έφθανε μέχρι το σχεδόν απύθμενο φαράγγι οι έξι τόλμησαν να βγουν από τον κρυψώνα τους και να πλησιάσουν, κρατώντας τα εκρηκτικά, το βόρειο βάθρο. Ενόσω ο Στοττ στοίβαζε τα εκρηκτικά στη σκάλα, ο Σκοττ κοι ο Μακιντάιρ σκαρφάλωσαν στην ξύλινη σκαλωσιά για να βρουν τα κατάλληλα σημεία για την τοποθέτηοή τους. Οι Γερμανοί σκαπανείς είχαν μεταφέρει στο σημείο αυτό επιπλέον σκαλωσιές, γιατί επρόκειτο να εκτελέσουν κάποιες επιδιορθώσεις και κυρίως να ενισχύσουν τον μεταλλικό φορέα. Ο Σκοττ μπορούσε ανενόχλητος να κινείται πάνω σε μια από τις ξύλινες σκαλωσιές ρίχνοντας σχοινιά με τα οποία ανέβαζαν τα εκρηκτικά. Ο Μακιντάιρ είχε ήδη προσαρμόσει τα στηρίγματα των εκρηκτικών στη μορφή των πλάγιων αντηρίδων «Ολα δούλευαν ρολόι», θυμάται ο Σκοττ, «όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Μέσα στο μισοσκόταδο σκοντάψαμε σε ένα σωρό από βίδες, που προφανώς είχαν αφήσει εκεί οι Γερμανοί. Πέφτοντας και κτυπώντας στα μεταλλικό κιγκλιδώματα του φορέα δημιουργούσαν ένα θόρυβο σαν μηχανική κωδωνοκρουσία που είχε χάσει κάθε ρυθμό. Εμείς βέβαια παγώσαμε από τον φόβο μας και μόνον όταν είδαμε ότι στο φυλάκιο δεν υπήρξε η παραμικρή αντίδραση πέσαμε στα γόνατα και αρχίσαμε να ψάχνουμε μήπως υπάρχουν και άλλες βίδες τριγύρω. Τελικά στο φεγγαρόφωτο διαπιστώσαμε ότι τα μαύρα σημεία που ψηλαφούσαμε στην αρχή δεν ήταν από μέταλλο, αλλά ρόζοι στις ξύλινες σανίδες!».

Ξαφνικά συνέβη κάτι που ακόμα και σήμερα κάνει τον 80χρονο πλέον Κεν Σκοττ να πετάγεται γεμάτος τρόμο από τον ύπνο του: «Τελικά οι σκοποί θα πρέπει να άκουσαν κάτι. Ξαφνικά διαπέρασε το σκοτάδι ένας δυνατός προβολέας. Ο Χάρρυ και εγώ κρεμόμασταν από το κιγκλίδωμα του μεταλλικού φορέα για να τοποθετήσουμε τα εκρηκτικά. Συστηματικά άρχισε ο προβολέας να ελέγχει ένα ένα τα βάθρα και τους μεταλλικούς φορείς. Είχα την εντύπωση ότι η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά. Με τρόμο έβλεπα το φως του προβολέα να πλησιάζει προς το μέρος μας. Εμοιαζε με αιωνιότητα μέχρι να φτάσει στην αντηρίδα όπου στηριζόμουνα. Το τέλος μου είχε φτάσει και περίμενα από στιγμή σε στιγμή τον καταιγισμό από σφαίρες. Η μόνη σκέψη που πέρασε από το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή ήταν ότι δεν είχα ένα όπλο για να μπορέσω κάπως να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Και τότε συνέβη ένα θαύμα. Ο σκοπός συνέχισε να μετακινεί τον προβολέα προς την κατεύθυνση της επόμενης αντηρίδας. Δεν μας είχε δει!».

Ο Γκόρντον-Κριντ είχε διατάξει τον ευκίνητο Ντον Στοττ να ανέβει με το φεγγαρόφωτο μια ακόμα φορά στο οροπέδιο για να παρακολουθήσει από εκεί καλύτερα την επακόλουθη έκρηξη. Ο Ματς και ο Χούρι είχαν ήδη πάρει τον δρόμο της επιστροφής για να προλάβουν να διαλύσουν το πρόχειρο κατάλυμα. Ο Γκόρντον-Κριντ παραφύλαγε στη βάση της σκάλας, όταν άκουσε ξαφνικό ένα θόρυβο από την πλευρά του μονοπατιού που οδηγούσε από το φυλάκιο στο ποτάμι. Μόλις που πρόλαβε να προειδοποιήσει χαμηλόφωνα τον Στοττ κοι τον Μακιντάιρ, όταν είδε να έρχεται προς το μέρος του το τρεμουλιαστό φως ενός τσιγάρου. Κρύφτηκε πίσω από τη βάση του μεταλλικού φορέα περιμένοντας τον ανυποψίαστο Γερμανό να περάσει από μπροστά του. Με όλη του τη δύναμη τον κτύπηοε στο κεφάλι με το μικρό ξύλινο ρόπαλο. Ο Γερμανός έπεσε αναίσθητος στο χώμα χωρίς τον παραμικρό θόρυβο και ο Βρετανός τον έριξε, σπρώχνοντας με τα πόδια, στην απότομη πλαγιά. Το αναίσθητο σώμα παρασύρθηκε αμέσως από το ρεύμα του Ασωπού. «Συνεχίστε», διέταξε με απόλυτη ψυχραιμία τους καταφοβισμένους συντρόφους του που είχαν παρακολουθήσει χωρίς την παραμικρή κίνηση τη σκηνή.

Ο Γκόρντον-Κριντ -Faith-, έγραψε στην αναφορά της 22ας Ιουνίου προς τον Εντι Μάγερς με στρατιωτική λιτότητα λόγου: «..ένας περιφερόμενος Γερμανός κτυπήθηκε στο κεψάλι και ρίχτηκε στη χαράδρα από τον Faith».

Ηταν μεσάνυχτα. Τα εκρηκτικά και οι θρυαλλίδες είχαν ήδη τοποθετηθεί στη σωστή τους θέση. Στις 00:20 ο Σκοττ έσπασε τους πέντε πυροκροτητές που είχε τοποθετήσει, αν και ένας μόνο θα έκανε την ίδια δουλειά. Σε μιάμιση ώρα το οξύ θα κατέστρεφε το σύρμα που συγκροτούσε ένα ελατήριο, με τη βοήθεια του οποίου ένα μικρό σφυρί θα διέλυε την εξωτερική στρώση μιας κάψουλας. Αμέσως μετά θα ακολουθούσε η έκρηξη. Με μια σχετικά απλή διαδικασία το φαράγγι θα μετατρεπόταν σε κόλαση.

Οι άνδρες έτρεξαν σαν τρελοί μέσα στο σκοτάδι, ανέβηκαν τον χοντρό κορμό του δένδρου που είχαν ρίξει μέσα στον τρίτο καταρράκτη, κολύμπησαν αρκετά μέτρα και σκαρφάλωσαν στα σχοινιά των αλεξιπτώτων αφήνοντας πίσω τους και τον δεύτερο καταρράκτη. Ο Ματς, ο οποίος με τις σχεδόν υπεράνθρωπες δυνάμεις του ξεπερνούσε τον καθένα στην ομάδα σε αντοχή, θυμάται: «Τι κοπιαστικός αγώνας ήταν εκείνο το κολύμπι και το σκαρφάλωμα στα σχοινιά. Καθώς ανέβαινα μια ανεμόσκαλα τα χέρια μου δεν μπορούσαν να με κρατήσουν άλλο και έπεσα προς τα πίσω περίπου είκοσι πέντε πόδια Από το κτύπημα λιποθύμησα, ενώ τραυματίσθηκα άσχημα και στις κνήμες. Υστερα απο δεκαπέντε περίπου λεπτά συνήλθα και άκουσα τον Χούρι να με φωνάζει από ψηλά μέσα στο σκοτάδι. Μετά από μερικές προσπάθειες τα κατάφερα».

Σε τακτά χρονικά διαστήματα συνέκριναν την ώρα στα ρολόγια τους. Το μεγάλο ερώτημα ήταν αν θα λειτουργούσαν τα υγρά εκρηκτικά και τα φυτίλια: Μήπως οι Γερμανοί είχαν ήδη αρχίσει να αναζητούν τον σύντροφό τους και είχαν ανακαλύψει έτσι τα εκρηκτικά; Μετά από δύο περίπου ώρες δεν ακουγόταν τίποτε εκτός από το ποτάμι και άρχισαν να αναρωτιούνται αν είχαν πάει όλα καλά. Τα λεπτά είχαν πλέον μετατραπεί σε ώρες αγωνίας. Σαν ένας αιώνας πέρασε ακόμα ένα τέταρτο. Ξαφνικά, «αφού είχαν ήδη περάσει δύο ώρες και είχαμε αφήσει πίσω μας τα πιο δύσκολα εμπόδια, η νύχτα μέσα στο φαράγγι μετατράπηκε σε μέρα και αμέσως ακολούθησε μια τρομακτική έκρηξη και η ηχώ ταρακούνησε ακόμα και τα βράχια. Εγώ άρχισα να φωνάζω: Πάει, καταστράφηκε», θυμάται σαν να ήταν χθες ο Σκοττ.

Ευχαριστημένοι με την επιτυχία τους άρχισαν να δίνουν συγχαρητήρια ο ένας στον άλλο στη μέση του ποταμού, ενώ το νερό έφτανε σχεδόν μέχρι τους ώμους τους.

Ο Ντον Στοττ συναντήθηκε στις 6 το πρωί της 21ης Ιουνίου στο Γαρδικάκι με τον Γκόρντον-Κριντ και παραδέχθηκε ότι δεν θα μπορούσε να πει με απόλυτη βεβαιότητα ότι η γέφυρα είχε καταρρεύσει. Είχε δει βέβαια τις φλόγες και είχε ακούσει την έκρηξη, αλλά το μόνο που μπόρεσε να διακρίνει στο λιγοστό φως ήταν οι Γερμανοί σκοποί που είχαν βγει πανικόβλητοι από το φυλάκιο. Ενας νεαρός Ελληνας αντάρτης, ο οποίος πριν από την έναρξη του πολέμου ήταν σχεδιαστής, στάλθηκε στη γέφυρα μεταμφιεσμένος σε βοσκό με την αποστολή να τη σχεδιάσει, επέστρεψε με ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί, το οποίο άνοιξε ο Εντμοντς με τρεμάμενο χέρια. Με τρόμο αντίκρυσε ένα σχέδιο της γέφυρας όπως ήταν πριν από την έκρηξη. «Ανταποκρίνεται αυτή η εικόνα σ’ αυτό που πραγματικά είδες;», ρώτησαν απεγνωσμένα οι Βρετανοί. «Οχι βέβαια», ανταποκρίθηκε γελώντας ο Ελληνας. «Απλώς θυμήθηκα πώς ήταν κάποτε η γέφυρα. Τώρα βρίσκεται σωριασμένη στο βάθος του φαραγγιού».

Ο Εντμοντς και ο Μαγερς έστειλαν αμέσως μήνυμα στο Κάιρο με προτάσεις για παρασημοφόρηση. Κυρίως ο Ντον Στοττ, αυτός ο «εξαιρετικά ευγενικός αξιωματικός», όπως έγραψε ο Εντι Μάγερς, θα έπρεπε να τιμηθεί με τον σταυρό της Βικτωρίας. Οι προτάσεις τους δεν έγιναν αποδεκτές από τις στρατιωτικές αρχές του Κάιρου γιατί δεν είχε πέσει ούτε ένας πυροβολισμός. Ετσι ο ριψοκίνδυνος Στοττ θα έπρεπε να αρκεστεί στο παράσημο DSO. Μετά την καταστροφή της γέφυρας του Ασωπού ξαναβρέθηκε, λόγω μιας αρκετά παράξενης περίστασης, στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Κρυμμένος στο μαιευτήριο ενός γνωστού αθηναϊκού νοσοκομείου προσπαθούσε μέσω του Αθηναίου δημάρχου να έλθει σε επαφή με τις γερμανικές στρατιωτικές αρχές. Σκόπευε να τους προτείνει να σταματήσουν η Γερμανία και οι Συμμαχικές Δυνάμεις τον πόλεμο μεταξύ τους και να ενωθούν σε μια σταυροφορία κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Μόλις η SOE στο Κάιρο πληροφορήθηκε αυτήν την τρελή και μη εξουσιοδοτημένη προσπάθεια, διέταξε τον Στοττ να εγκαταλείψει αμέσως την Αθήνα. Η απάντησή του ήταν ότι περιμένει ένα αεροπλάνο που θα τον μεταφέρει στη Γερμανία για συνομιλίες και διαπραγματεύσεις με τον Γκέρινγκ. Οι Βρετανοί κατάφεραν τελικά να μεταφέρουν τον Στοττ στο Κάιρο. Ο «Δον Κιχώτης», όπως τον ονόμαζαν στο εξής, πνίγηκε λίγο πριν το τέλος του πολέμου κατά τη διάρκεια μιας αποστολής στη μακρινή Νέα Γουινέα.

Αυτό το μάλλον ασήμαντο επεισόδιο φανερώνει με πόση ελευθερία, αλλά και ισχύ, λειτουργούσαν οι στρατιωτικοί σύνδεσμοι στην Ελλαδα. Προφανώς πολλοί από τους νεαρούς Βρετανούς αξιωματικούς ακολουθούσαν το πρότυπο του Λώρενς της Αραβίας, το ίνδαλμα αυτής της γενιάς. Με σχεδόν υπερβολικές δικαιοδοσίες, μακριά από τα στρατιωτικά κέντρα αποφάσεων, σχέδιαζαν και εκτελούσαν μαζί με τους αντάρτες εξαιρετικά ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις που συχνά δεν είχαν στρατιωτικά κανένα νόημα. Κάτι τέτοιο γινόταν πάντα σε βάρος του ντόπιου πληθυσμού, ο οποίος έπρεπε να υποστεί τα σκληρά αντίποινα. Βασιζόμενοι σε αόριστες υποσχέσεις μοίραζαν απλόχερα όπλα και στρατιωτικό υλικό σε υποψήφιους αντάρτες, αλλά και σε ύποπτες μορφές, αγοράζοντας ουσιαστικά την εμπιστοσύνη του κόσμου με χρυσό. Ακόμα και Γερμανοί ή Ιταλοί αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελούντο χωρίς δεύτερη σκέψη, όταν σε δύσκολες στιγμές μια αποστολή ετίθετο οε κίνδυνο.

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΓΧΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΤΣΩΡΤΣΙΛ

Ο Εντμοντς και ο Μάγερς διέδιδαν μετά το τέλος τοο πολέμου τον μύθο ότι λόγω της δολιοφθοράς εκτελέστηκε το σύνολο των Γερμανών σκοπών και ο υπεύθυνος αξιωματικός. Η πληροφορία αυτή βασίζεται σε διαδόσεις που κυκλοφορούσαν εκείνες τις ημέρες και είχαν την πηγή τους στη συζήτηση κορυφής της 24ης Ιουνίου η οποία κατά κάποιο τρόπο θα διέρρευσε: «Τα τελευταία γεγονότα, οι επιθέσεις κατά της γέφυρας του Ασαμου (ο ο. εννοείται Ασωπού) κατά της μηχανοκίνητης φάλαγγος της 117ης μεραρχίας, οι ανατινάξεις δρόμων κλπ., φανερώνουν συστηματικές επιχειρήσεις σαμποτάζ. Προφανώς αναμενόταν γύρω στις 20 αγγλικό φορτίο, το οποίο τελικά ακυρώθηκε. Κατά πάσα πιθανότητα ήθελαν οι Αγγλοι να ελέγξουν την υπάρχουσα προθυμότητα για σαμποτάζ… Ο αρχηγός περιγράφει τα γεγονότα της επίθεσης κατά της γέφυρας του Ασαμού (σσ. εννοείται Ασωπού) Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για επιχείρηση οργανωμένη από Αγγλους. Μετά από διαταγή του Φύρερ συγκλήθηκε στρατοδικείο» (από το Πολεμικό ημερολόγιο των Γερμανών). Μπορεί βέβαια ο Φύρερ να διέταζε τη σύγκλιση «στρατοδικείου», αλλά οι έρευνες δεν καρποφόρησαν και δεν εκτελέστηκε κανείς από τους σκοπούς. Αντίθετα ο Χίτλερ έδειχνε να ανησυχεί για εχθρικές επιθέσεις στη δυτική ακτή, στην περιοχή βόρεια του κόλπου της Πάτρας.

Οι επιτυχίες της επιχείρησης Animals άρχισαν να αποφέρουν καρπούς. Στις 5 Ιουλίου ο Φύρερ διαβεβαίωσε τον Ανώτατο Διοικητή μετά την παρουσίαση του ίδιου, ότι θα προστίθεντο ως ενίσχυση για την προστασία των επικοινωνιών (προστασία των σιδηροδρόμων) και την καταπολέμηση των ανταρτών, το 1ο Ορεινό Σύνταγμα της Μεραρχίας Μπράντενμπουργκ και το XVIIΙ Σύνταγμα Αστυνομίας από τη Φινλανδία. Επίσης έγινε αίτηση να σταλούν ένα ακόμα επιτελείο συντάγματος και δύο τάγματα πεζικού, για την καλύτερη προστασία του σιδηροδρομικού δικτύου στην Ελλάδα. Ο Χίτλερ ήταν της άποψης ότι η ολική αποφυγή των διαταραχών στο σιδηροδρομικό δίκτυο ήταν αδύνατη.

Ο Μάγερς από την άλλη πλευρά δεν άκουγε παρά μόνο επαίνους από τους ανώτερους του. Δικαιολογημένα, καθώς μετά την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου κατάφερε και με την καταστροφή της γέφυρας του Ασωπού το ακατόρθωτο. Η επιχείρηση θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια από τις επιτυχέστερες δολιοφθορές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και στις δύο επιχειρήσεις δεν υπήρξαν νεκροί, ούτε καν τραυματίες. Ο εχθρός αντίθετα ήλθε αντιμέτωπος με σημαντικές ανθρώπινες και υλικές απώλειες. Ο αρχιστράτηγος Μέσης Ανατολής και κατοπινός στρατάρχης Γουίλσον έστειλε μέσω ασυρμάτου τις ευχές του, ενώ ο πρωθυπουργός Τσώρτσιλ συνέχαρη τον Μάγερς προσωπικά. Το πλήρωμα ενός αεροπλάνου της RAF έλαβε την εντολή να φωτογραφήσει την κατεστραμμένη γέφυρα. Οταν ο Μάγερς, μετά απο μήνες και για άλλο λόγο, έγινε δεκτός από τον Τσώρτοιλ, αυτός του έδειξε γεμάτος υπερηφάνεια τις φωτογραφίες από τη γέφυρα. «Ακόμα θυμάμαι τον καγχασμό του», γράφει ο Μάγερς.

ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ

Ο υπολοχαγός Αντολφ Μπρέννεκε ανέβηκε νωρίς το πρωί της 5ης Αυγούστου 1943 για μια ακόμα φορά στο νότιο τμήμα της γέφυρας του Ασωπού, για να επιθεωρήσει τις εργασίες των 50 ανδρών του. Συστηματικά ασφάλιζαν τις αναρίθμητες βίδες στο γκρεμισμένο τμήμα της γέφυρας. Αν και ήταν ακόμα πολύ νωρίς, η ατμόσφαιρα μέσα στο στενό φαράγγι ήταν ήδη αρκετά πνιγηρή.Τις τελευταίες έξι εβδομάδες εργάζονταν κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες σ’ αυτήν την απόμακρη περιοχή για να ανοικοδομήοουν μια στρατηγικά τόσο σημαντική γέφυρα.

Οι σκέψεις του Μπρέννεκε γύρισαν πίσω στον Ιούνιο του 1943, όταν ξαφνικά μετατέθηκαν σ’ αυτήν την αφιλόξενη περιοχή. Σκεπτόταν όλες τις στερήσεις κατά τη διάρκεια των καυτών ημερών, όταν δεν φυσούσε το παραμικρό αεράκι, τα τσιμπήματα των κουνουπιών και την ελονοσία που έπρεπε να υποστούν μαρτυρικά, αλλά και τους επικίνδυνους σκόρπιους που προξενούσαν στο λιτό στρατόπεδο μεγαλύτερο φόβο από τις πιθανές επιθέσεις των ανταρτών. Εκείνη την ημέρα θα ετοποθετείτο η τελευταία ανωδομή, η τόσο σημαντική για τον Γερμανικό Στρατό σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας-Θεσσαλονίκης θα ετίθετο πάλι σε λειτουργία.

Για να συνεχιστεί ο ανεφοδιασμός κατά τη διάρκεια των εργασιών χρησιμοποιήθηκαν φορτηγά, αλλά και υποζύγια, που ακολουθούσαν τον χωματόδρομο ανάμεσα στο Λιανοκλόδι και τη Γραβιά. Ταυτόχρονα γίνονταν μεταφορές και από το λιμανι της Στυλίδος. ενώ δίπλα στην κατεστραμμένη γέφυρα είχε δημιουργηθεί προσωρινά ένα τελεφερίκ, δίπλα σε έναν αγωγό. Στρατιώτες που πέρασαν τις διακοπές τους εκείνες τις ημέρες στην Ελλάδα θυμούνται ότι το τραίνο τους μετέφερε μέχρι την ερειπωμένη γέφυρα και ενώ οι αποσκευές τους περνούσαν στην άλλη πλευρά με το τελεφερίκ, οι ίδιοι έπρεπε να πραγματοποιήσουν τον γύρο του φαραγγιού για να μπορέσουν να ουνεχίσουν το ταξίδι τους.

Περισσότεροι από χίλιοι στρατιώτες, συνολικά τέσσερις μονάδες Μηχανικού, υπό την κοθοδήγηση του δεύτερου επιτελείου του 6ου Συντάγματος Μηχανικού Σιδηροδρόμων και επιπλέον Ελληνες βοηθοί εργάζονταν ασταμάτητα σε βάρδιες.

Το βόρειο τμήμα της γέφυρας δεν είχε πέσει μετά την ανατίναξη, αλλά ήταν άχρηστο για την ανοικοδόμηση. Επρεπε λοιπόν να ανατιναχθεί. Ηταν όμως αδύνατο να καλυφθούν τα 100 μέτρα της γέφυρας που έλειπαν με ένα μοναδικό τμήμα ζευκτού και έτσι άρχισαν να κατασκευάζονται στο νότιο και το βόρειο τμήμα ζευκτά, τα οποία πλησίαζαν ως πρόβολοι προς το κέντρο. Τα καινούργια τμήματα θα στηρίζονταν σε ένα βάθρο από μπετόν και σε ένα που κατασκευάστηκε από κομμάτια ενός γερανού του αυστριακού τύπου Ροτ-Βάαγκνερ. Ο ίδιος τύπος γερανού χρησιμοποιήθηκε και για την τοποθέτηση των ζευκτών πάνω στα βάθρα. Το βάθρο από μπετόν στήθηκε δίπλα σε ένα από τα ήδη υπάρχοντα πέτρινα βάθρα, ενώ το μεταλλικό πάνω σε μια προεξοχή του βράχου στη βόρεια πλευρά, λίγο πριν από το σημείο όπου το Φαράγγι αρχίζει να κατηφορίζει απότομα προς το ποτάμι. Η νέα γέφυρα είχε μήκος από την αρχή της στα βόρεια μέχρι το μεταλλικό βάθρο 23.50 μέτρα, από το μεταλλικό μέχρι το βάθρο από μπετόν 69.50 μέτρα και από αυτό μέχρι το υφιστάμενο πέτρινο βάθρο 6.50 μέτρα.

Ο Μπρέννεκε παρατήρησε με ευχαρίστηση ότι στην απέναντι βόρεια πλευρά η πρωινή βάρδια είχε ήδη ξεκινήσει με τις προετοιμασίες για την τοποθέτηση του τελευταίου, αλλά μεγαλύτερου, τμήματος του ζευκτού. Το όλο έργο απαιτούσε μεγάλη προσοχή, καθώς με το παραμικρό λάθος ο μεταλλικός κολοσσός θα ήταν εκτός ελέγχου. Ξαφνικά ο Μπρέννεκε άρχισε να ανησυχεί. Με ολοένα αυξανόμενη νευρικότητα παρατηρούσε τις εργασίες στην απέναντι πλευρά. Δεν του άρεσε καθόλου πόσο γρήγορα και προφανώς απρόσεκτα οι εργάτες αφαιρούσαν τα υποστηλώματα κατά το κατέβασμα με την υδραυλική πρέσα. Τις ανησυχίες του αυτές δεν τις εκμυστηρεύτηκε όμως σε κανέναν. Το βόρειο τμήμα δεν ανήκε στη δικαιοδοσία του και κανείς δεν ζήτησε τη συμβουλή του. Οι δύο ομάδες ανοικοδόμησης αποτελούσαν έτσι και αλλιώς εδώ και εβδομάδες, χωρισμένες από το φαράγγι, δύο διαφορετικούς κόσμους. «Στην απέναντι πλευρά δεν γινόταν όμως σωστή δουλειά», διαπιστώνει σήμερα ο Μπρέννεκε. Θυμάται την παραμικρή λεπτομέρεια της καταστροφής που ακολούθησε: «Ορισμένες φορές νιώθει κανείς κάτι σαν προαίσθηση». Ως επιστάτης των εργασιών στο νότιο τμήμα είχε διατάξει να αφαιρεθούν τα ξύλινα δοκάρια κατά το κατέβασμα του ζευκτού με μεγάλη προσοχή. «Είχα την εντύπωση ότι στη γέφυρα είχαν αναπτυχθεί κάποιες τάσεις. Αυτό μου φάνηκε ιδιαίτερα επικίνδυνο και έτσι διέταξα τους άνδρες μου να εγκαταλείψουν τη γέφυρα για λόγους ασφαλείας γύρω στις 10 το πρωί».

Γύρω στο μεσημέρι τα σίδερα έκαιγαν από την αφόρητη ζέστη και την έλλειψη οποιοσδήποτε ανέμου μέσα στο φαράγγι. Ηταν αδύνατο να τα ακουμπήσει κανείς χωρίς γάντια. «Είμαι σίγουρος ότι η δυτική πρέσα στο βόρειο τμήμα δεν λειτουργούσε κανονικά. Ξαφνικά γλίστρησε, κατά πάσα πιθανότητα λόγω βλάβης των συνδέσμων. Με την ισχυρή ακτινοβολία του ήλιου η ανατολική πλευρά ολόκληρης της κατασκευής είχε θερμανθεί πολύ περισσότερο από τη δυτική. Αν και οι αρμοί ήταν αρκετά χαλαροί, η έντονη διαφορά θερμοκρασίας έκανε όλη την ανωδομή να γυρίσει γύρω από τον άξονά της. Ενας επιπλέον παράγοντας ήταν ότι τα ξύλινα δοκάρια πρώτον ήταν υγρά και δεύτερον δεν είχαν τοποθετηθεί σωστά», λέει ο Γερμανός.

«Θεέ μου, γκρεμίζεται η γέφυρα!», θυμάται σήμερα ο Μπρέννεκε ότι άρχισε να φωνάζει λίγο μετά τη διαταγή που έδωσε στους άνδρες του προαισθανόμενος την επικείμενη καταστροφή. Βρίσκονταν πάνω σε ένα από τα παλιά πέτρινα βάθρα και παρακολουθούσαν χωρίς να μπορούν να βοηθήσουν, καθώς η γέφυρα άρχισε να τρίζει, για να καταρρεύσει με πάταγο δευτερόλεπτα μετά. Το βόρειο τμήμα της γέφυρας έγειρε στην αρχή λίγο στο πλάι και ξαφνικά έπεσε στο φαράγγι παρασέρνοντας σε βέβαιο θάνατο τους εργάτες πάνω στη γέφυρα και αυτούς πάνω στον παρακείμενο γερανό. Οι κραυγές εκείνες ταράζουν ακόμα και σήμερα σαν εφιάλτης τον ύπνο του Μπρέννεκε. Τρεις από την ομάδα οι οποίοι βρίσκονταν ακόμα πάνω στη γέφυρα πήδηξαν την τελευταία στιγμή σε μια από τις προεξοχές του βράχου και μπόρεσαν έτσι αν και με σοβαρούς τραυματισμούς, να σώσουν τη ζωή τους. Την τύχη αυτή δεν την είχαν ο ταγματάρχης Ζίμπερ (6ο Μηχανοκίνητο Σύνταγμα Μηχανικού Σιδηροδρόμων, γενικός διευθυντής των εργασιών) και 40 Γερμανοί στρατιώτες και Ελληνες τεχνίτες βοηθοί. «Ο Ζίμπερ καταπλακώθηκε από τα δοκάρια που έπεφταν στο φαράγγι. Βαριά τραυματισμένοι, εγκλωβισμένοι στη μεταλλική κατασκευή, ούρλιαζαν ζητώντας βοήθεια. Πέρασαν ώρες μέχρι να μπορέσουμε να κατεβούμε στο φαράγγι για να βοηθήσουμε τους τραυματισμένους», διηγείται σήμερα με τρόμο στα μάτια ο Μπρέννεκε.

Οι νεκροί τάφηκαν με τις πρέπουσες στρατιωτικές τιμές στο νεκροταφείο της Λαμίας και οι εργασίες για την απομάκρυνση των τμημάτων της εκ νέου κατεστραμμένης γέφυρας και την κατασκευή μιας καινούργιας άρχισαν την επόμενη μέρα. «Μόλις έπεφτε ένα σφυρί ή μόλις μια βίδα κατρακυλούσε πάνω στα μεταλλικά τμήματα, ο καθένας μας τιναζόταν πάνω από το 80 μέτρων βαθύ φαράγγι», θυμάται ο Μπρέννεκε. «Ολοι ζούσαμε με τον φόβο ότι η γέφυρα θα μπορούσε να καταρρεύοει και πάλι. Το τέντωμα των νεύρων είχε γίνει πια αφόρητο».

Στα μέσα Αυγούστου ο Εντι Μάγερς πληροφορήθηκε με ικανοποίηση στο αρχηγείο του στο Αυλάκι την καταστροφή της καινούργιος γέφυρας. Παρόλα αυτά, με μια υπομονή και επιμονή χωρίς προηγούμενο, μεταφέρθηκε ένα νέο μηχάνημα τύπου Ροτ-Βάαγκνερ από την Αυστρία και μετά από τρεις εβδομάδες είχε ήδη κατασκευασθεί και τοποθετηθεί η καινούργια ανωδομή. Μετά από μια πραγματικά εντυπωσιακή γιορτή εγκαινίων, παρουοία υψηλά ιστάμενων Ιταλών και Γερμανών στρατιωτικών, στις 27 Αυγούστου το πρώτο τραίνο πέρασε και πάλι πάνω από την ορεινή γέφυρα.

Οι σημαντικές δυσκολίες κατά την κατασκευή της καινούργιας γέφυρας και ο φόβος μελλοντικών δολιοφθορών οδήγησαν στην απόφαση να ληφθούν αυστηρότερα μέτρα ασφαλείας, τα οποία θα ήταν σε θέση να περιορίσουν το μέγεθος της καταστροφής μετά από επιθέσεις. Αποφασίστηκε λοιπόν να κτισθεί 29,50 μέτρα μακριά από το νότιο βάθρο από μπετόν ένα ακόμα βάθρο, το οποίο θα σταματούσε λίγο κάτω από τη γέφυρα χωρίς να τη στηρίζει. Οι τοπογραφικές μετρήσεις έδειξαν ότι το βάθρο θα έφθανε στη μια του άκρη μέχρι τον πυθμένα του φαραγγιού αποκτώντας ύψος 72 μέτρων, ενώ η άλλη του άκρη θα μπορούσε να στηριχθεί σε μια προεξοχή του βράχου αποκτώντας ύψος μόνο 20 μέτρων. Μόνο στην περίπτωση καταστροφής θα ακουμπούσε η ανωδομή στο νέο βάθρο, το οποίο με τον τρόπο αυτό θα εμπόδιζε την κατακρήμνιση της γέφυρας στο φαράγγι.

Οι πρώτες μετρήσεις και τα σχέδια έγιναν από το δεύτερο επιτελείο του 6ου Συντάγματος Μηχανικού Σιδηροδρόμων, υπό τις διαταγές του έφεδρου λοχαγού Τσολλ. Την εκτέλεση του έργου ανέλαβε ο 8ος Λόχος του 6ου Συντάγματος Μηχανικού Σιδηροδρόμων υπό τις διαταγές του έφεδρου υπολοχαγού Κουντς. Μια διμοιρία του ΙΙ/6 Συντάγματος υπό τη διοίκηση του έφεδρου υπολοχαγού Αίζελε και αργότερα του υπολοχαγού Ζούττερ, η οποία είχε ήδη χρησιμοποιηθεί για την ανακατασκευή της γέφυρας του Ασωπού, παρέμεινε εκεί προς υποστήριξη των εργασιών του Λόχου. Ηταν εγκατεστημένη ανάμεσα στη Λαμία και το Λιανοκλάδι, διότι απαιτείτο χώρος, που δεν μπορούσε να προσφέρει η ορεινή περιοχή γύρω από τον Ασωπό. Επιπλέον κατέφθαοαν 20 ειδικοί για μπετόν (από διάφορους λόχους μηχανικού) και μια ομάδα εξειδικευμένη σε εναέριους σιδηρόδρομους.

Στις 11 Σεπτεμβρίου άρχισαν οι εργασίες κατασκευής. Η επαφή με τον έξω κόσμο ήταν δυνατή μόνο με τη βοήθεια των σιδηροδρομικών γραμμών ή μέσω ενός ορεινού κακοτράχαλου μονοπατιού που περνούσε μέσα από την περιοχή η οποία ελεγχόταν από τους αντάρτες. Ακριβώς για τον λόγο αυτό η χρήση του μονοπατιού ήταν απαγορευμένη. Ετσι κανονικά φορτηγά τροποποιήθηκαν ώστε να μπορούν να κινηθούν πάνω σε σιδηροδρομικές γραμμές για τις απαραίτητες μεταφορές υλικών. Επίσης κατασκευάστηκε ένος εναέριος σιδηρόδρομος μήκους 450 μέτρων για τη μεταφορά υλικών σε ένα σημείο στην πίσω πλευρά του βουνού. Εκτός από την κατασκευή του βάθρου ο Λόχος είχε αναλάβει και την αποστολή να ανασύρει τα συντρίμμια της γέφυρας από το φαράγγι. Για τον σκοπό αυτό κατασκευάστηκε ένας ιδιαίτερα ψηλός γερανός ανυψωτικής ικανότητας, ο οποίος είχε χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή του βάθρου.

Οι εργασίες διεξήχθησαν με μεγάλες δυσκολίες, από τον Σεπτέμβριο του 1943 μέχρι τις 10 Μαρτίου 1944. Επιπλέον έπρεπε να κατασκευαστεί ένα φράγμα γύρω από τη βάση του βάθρου, καθώς το ρεύμα του ποταμού μπορούσε στο σημείο αυτό να παρασύρει ακόμα και πέτρες μεγάλου μεγέθους. Τον Νοέμβριο ο Λόχος μετατέθηκε για μικρό χρονικό διάστημα στα Τέμπη, όπου είχε ανατιναχθεί ένας μεγάλος τοίχος αντιστήριξης. Στα μέσα του μήνα, όταν άρχισαν πάλι οι εργασίες στον Ασωπό, η στάθμη του νερού είχε ανέβει κατά δύο μέτρα και οι σκαλωσιές είχαν παρασυρθεί από το ποτάμι. Οι συνεχείς κατολισθήσεις παρεμπόδιζαν την πορεία των εργασιών, αν και υπήρχαν τρεις βάρδιες. Τον Ιανουάριο του 1944 η χαμηλή θερμοκρασία του νερού κατέστησε την προετοιμασία του μπετόν αδύνατη. Για τον λόγο αυτό σκάφτηκε ένα αυλάκι μήκους δύο χιλιομέτρων για τη μεταφορά νερού. Προβλήματα υπήρχαν επίσης με την παράδοση χαλικιού, μέχρις ότου ανακαλύφθηκε ένα εγκαταλειμμένο λατομείο στον απομακρυσμένο Παρνασσό. Ιταλοί αιχμάλωτοι χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά χαλικιού. Το ξύλο για την προετοιμασία του βάθρου προερχόταν από το ξυλουργείο της Μακρακώμης. Στις 17 Νοεμβρίου 1943 ο ανθυπολοχαγός Μόρκαρτ και οι σύντροφοί του δεν επέστρεψαν από το ξυλουργείο και αμέσως ξεκίνησε από τον Λόχο μια μεγάλη επιχείρηση αναζήτησης των αγνοουμένων. η οποία έληξε χωρίς αποτέλεσμα. Μετά από εβδομάδες δύο Ιταλοί αιχμάλωτοι που διέφυγαν από τους Ελληνες επιβεβαίωσαν τον θάνατο των Γερμανών.

Στα τέλη Φεβρουάριου ο Λόχος του Κουντς έλαβε διαταγή μετάθεσης στο δυτικό μέτωπο. «Δυστυχώς ο Λόχος δεν θα μπορούσε πλέον να αφαιρέσει μόνος του τα ξύλα γύρω από το βάθρο και να το θαυμάσει σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια», έγραψε ο Κουντς στη λεπτομερέστατη 37σέλιδη τελική αναφορά του. Ο ίδιος πήρε επιπλέον αναρίθμητες φωτογραφίες, εκπόνησε λεπτομερή σχέδια, μέτρησε τις ώρες εργασίας (μόνο για την κατασκευή του βόθρου χρειάστηκαν 237.094 ανθρωποώρες) και προσέθεσε πολυάριθμες τεχνικές λεπτομέρειες. Αυτήν την τόσο ακριβή αναφορά την ολοκλήρωσε στις 25 Μαρτίου 1945, μόλις έξι εβδομάδες πριν από την κατάρρευση της Γερμανίας, σαν να μην είχε τίποτε καλύτερο να κάνει… Ο Λόχος του Κουντς είχε ήδη μεταφερθεί στο δυτικό μέτωπο όταν το φθινόπωρο του 1944 ο Γερμανικός Στρατός αποσύρθηκε από την Ελλάδα. Ο στρατιώτης Κουντς ήταν υποχρεωμένος να υπονομεύσει τη γέφυρα κατασκευάζοντας έναν ναρκοθετημένο χώρο δίπλα σε ένα μικρό καταφύγιο γεμάτο πυρομαχικά.

Η ιστορία της γέφυρας του Ασωπού κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν τελειώνει στο σημείο αυτό. Οι Γερμανοί μηχανικοί έκαναν αυτό που τους διέταξαν: κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1944 ανατίναξαν και πάλι τη γέφυρα, η οποία έλαβε τη σημερινή της μορφή μετά τον πόλεμο.

Πηγή:
- Η καταστροφή της γέφυρας του Ασωπού, 1943
https://greekcivilwar.wordpress.com/2017/07/17/gcw-1410/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου